- μαιευτικῇ
- μαιευτικόςskilled in midwiferyfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαιευτική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την αναπαραγωγική λειτουργία της γυναίκας. Ειδικότερα, η μ. αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της γυναικολογίας, που αφιερώνεται στη φυσιολογία και στην παθολογία της εγκυμοσύνης, του τοκετού και των φαινομένων που… … Dictionary of Greek
μαιευτική — η 1. κλάδος της ιατρικής επιστήμης που ασχολείται με την εγκυμοσύνη και τους τοκετούς των γυναικών: Σπούδασε μαιευτική γιατί αγαπούσε πολύ τα μωρά. 2. (φιλοσ.), μέθοδος του Σωκράτη που με κατάλληλες ερωτήσεις ανάγκαζε τους συνομιλητές του να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαιευτική — μαιευτικός skilled in midwifery fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Störe meine Kreise nicht! — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Mayéutica — La mayéutica (del griego μαιευτικη, por analogía a Maya, una de las pléyades de la mitología griega), es una técnica que consiste en interrogar a una persona para hacerla llegar al conocimiento no conceptualizado. La mayéutica se basa en la… … Wikipedia Español
μαιευτικός — ή, ό (Α μαιευτικός, ή, όν) [μαιεύομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαίευση ή ο κατάλληλος για τη μαίευση (α. «μαιευτική κλινική» β. «μαιευτική τέχνη») 2. φρ. «οι μαιευτικοί διάλογοι» οι διάλογοι τού Πλάτωνος Αλκιβιάδης, Λάχης, Λύσις,… … Dictionary of Greek
μυδιόσκελλον — μυδιόσκελλον, τὸ (Α) μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδιον «μαιευτική λαβίδα» + σκελλός «με στραβά πόδια»] … Dictionary of Greek